- νήκεστον
- νήκεστοςincurablemasc/fem acc sgνήκεστοςincurableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νήκεστος — νήκεστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον ανίατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ άκεστος] … Dictionary of Greek